- διαπηδώ
- (Α διαπηδῶ, -άω)1. πηδώ μέσα από κάτι2. διαρρέω, εκρέω διά μέσου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαπηδῶ — διαπηδάω leap across pres imperat mp 2nd sg διαπηδάω leap across pres subj act 1st sg (attic epic ionic) διαπηδάω leap across pres ind act 1st sg (attic epic ionic) διαπηδάω leap across pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) διαπηδάω leap… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαπήδητος — η, ο [διαπηδώ] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν υπερπηδήσει, να τόν ξεπεράσει, ανυπέρβλητος, αξεπέραστος … Dictionary of Greek
διαπήδηση — η (Α διαπήδησις, εως) [διαπηδώ] αναπήδηση αρχ. κυκλοφορία τού αίματος μέσω τών ιστών … Dictionary of Greek